-
1 ἀπο-δέω [2]
ἀπο-δέω, ermangeln, τινός, bes. bei Zahlenangaben, τριακοσίων ἀποδέοντα μύρια (d. i. 9700) Thuc. 2, 13; ὀκτὼ ἀποδέοντες τριακόσιοι, 300 die 8 ermangeln, 300 weniger 8 (d. i. 292), 4, 38; ἔτη ἑνὸς ἀποδέοντα ἑκατόν, 99 Jahre, Luc. Macrob. 23; – nachstehen, ὀλίγον ϑεῶν ἀποδέοντες, d. i. die beinah Götter sind, Luc. Hermot. 22; ἀποδέοντες τοσούτῳ πλήϑει Plut. Luc. 28; τὸ ἐπέτειον ἀπέδει τῶν παλαιοτάτων οὐκ ὀλίγον Plut. def. orac. 4; τὸ ϑῆλυ τοῦ ἄῤῥενος οὐδὲν ἀποδεῖ, c. inf., Gryll. 4; Ggstz ὑπερβάλλειν de an. procr. e Tim. 15; wie tantum abest, τοσοῦτον ἀποδεῐ τοῦ νομίζειν adv. Col. 4; τοσοῦτον ἀποδέω τινός Plat. Ax. 368 a.
См. также в других словарях:
αποδέω — (I) ἀποδέω (Α) δένω σφιχτά. [ΕΤΥΜΟΛ. < απο * + δέω (Ι) «δένω, δεσμεύω»]. (II) ἀποδέω (Α) 1. έχω έλλειψη από κάτι, χρειάζομαι κάτι 2. μειονεκτώ 3. διαφέρω 4. χάνω κάτι 5. φρ. «τοσοῡτον ἀποδέω τινός» τόσο απέχω από κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < απο * +… … Dictionary of Greek